τυφλοσούρτης

τυφλοσούρτης
και λόγ. τ. τυφλοσύρτης, ο, Ν
1. αυτός που καθοδηγεί τυφλό
2. μτφ. πρόχειρο βοήθημα, ιδίως για μαθητές, όπου βρίσκει κανείς άκοπα και μηχανικά αυτό που ζητά («οι μεταφράσεις τών αρχαίων ελληνικών έχουν καταντήσει τυφλοσούρτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + σύρτης / σούρτης (< σύρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”